Δευτέρα 4 Ιουλίου 2016

Δεν καταλαβαίνω.

Πίσω από τη γρίλια που βλέπει στο δρόμο παρατηρώ το δράμα στο απέναντι σπίτι. Ο πατέρας, καλοντυμένος, τεντώνει το χέρι προς το παράθυρο του ισογείου. Κρατάει σοκολάτα των δύο δραχμών και παρακαλάει: "Πάρε."  Το λιγνό χέρι του Άρη ξεπροβάλλει διστακτικά. Από πάνω μια γυναικεία φωνή ουρλιάζει: "Φύγε!" Τα χέρια απομακρύνονται, η σοκολάτα μπαίνει ξανά στην τσέπη και ο πατέρας φεύγει σαν κλέφτης. Κλείνει το παράθυρο. Ο δρόμος ερημώνει.

Τρέχω στην τραπεζαρία με φόβο. Μαλώνουν. Άγνωστο γιατί. Η μάνα, συνήθως υποτακτική, κάτι λέει με παράξενο θράσος. Ο πατέρας, κατακόκκινος, σηκώνει το χέρι και το κατεβάζει με δύναμη. Το τζάμι που χωρίζει την κουζίνα από την τραπεζαρία γίνεται κομμάτια με πάταγο. Τρέχει αίμα από το χέρι που δεν φταίει. Τρέχει και η μάνα να το σταματήσει με βαμβάκι και οινόπνευμα. Τα σκληρά λόγια γίνονται ψίθυροι. Η αδελφή μου σιγοκλαίει. 

Βγάζω τα στρατιωτάκια κάτω από το ντιβάνι. Παίζω χωρίς να τα βλέπω. Δεν καταλαβαίνω.

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2016

Δεν κάνεις για παιγνίδι.



"Δεν παίζεις σοβαρά," είπα στον Άρη και σηκώθηκα αγανακτισμένος. Με μιαν απότομη κίνηση, καθόλου τυχαία, ξάπλωσε όλα τα πλαστικά στρατιωτάκια, μισά δικά μου και μισά δικά του, που στήναμε όλο το πρωί σε σειρές πάνω στο πλατύσκαλο. 

"Μα είναι παιγνίδι," διαμαρτυρήθηκε αδιάφορα. Πήρε τα δικά του και έφυγε. Έτρεμα από τα νεύρα μου. Να μη σε ξαναδώ, σκεφτόμουν. Ήδη, όμως, ένιωθα μόνος. Πήρα και εγώ τα δικά μου, προσεκτικά λες και ήταν τραυματίες, τα έβαλα στο πράσινο κουτί και ανέβηκα στο σπίτι. 

"Δεν κάνεις για παιγνίδι" έλεγα μέσα μου και η μάνα μου ανησυχούσε που έσφιγγα τα χείλη.