Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2017

Δεν φοβάσαι;

Το αεροπλάνο τρανταζόταν κατεβαίνοντας. Φυσούσε τρελός αέρας. Η Ρόδος, έντονα χρωματισμένη, μεγάλωνε σιγά-σιγά. Την παρατηρούσα με περιέργεια. Πρώτη φορά πήγαινα εκεί και ως τότε την ήξερα μόνο από αφίσες του ΕΟΤ και από ελληνικές ταινίες του '60.

Νοίκιασα αυτοκίνητο - ένα χαριτωμένο άσπρο πεντακοσαράκι FIAT - στο αεροδρόμιο και κρύφτηκα μέσα του για να αποφύγω τον αέρα. Έκανε κρύο - προχωρημένος Οκτώβριος - και το αγαπημένο σακάκι μου από μαύρο βελούδο δεν μπορούσε πια να με ζεστάνει.

Σε λίγα λεπτά βρέθηκα σε γραφικό ταβερνάκι κοντά σε μιαν ακτή. Ουζάκι με μεζέ - τι άλλο; - στο τραπέζι και το καπελάκι μου με γείσο στο κεφάλι. Έμοιαζε να είμαι σε διακοπές, αλλά η εικόνα ξεγελούσε.

Η καρδιά μου ήταν βαριά. Το ίδιο πρωί είχα στείλει την παραίτησή μου. Ένα μέιλ, τρεις γραμμές όλο κι όλο. Καμιά εξήγηση. Ο συγκαταβατικός συνάδελφος είχε σκύψει πάνω μου, ενώ καθόμουν στην ηλεκτρική καρέκλα, και μου ψιθύρισε: "Δεν φοβάσαι; Θα σε γράψει ο Ριζοσπάστης!" Δεν ένιωθα κανένα φόβο. Μόνο αηδία. Πήρα το βαλιτσάκι με το λάπτοπ και βγήκα αφήνοντας το γραφείο ξεκλείδωτο. Πίσω μου οι καταληψίες έλεγαν: "Το είχε αποφασίσει από καιρό." Και έτσι ξέπλυναν την ενοχή τους.

Έφυγα για το Παρίσι με την πρώτη πτήση που βρήκα. Και έτυχε να είναι μέσω Ρόδου! Δεν πειράζει, σκέφτηκα, μια τελευταία στάση στη χώρα που άφηνα. Στα χείλη μου φάνηκαν οι πρώτες πληγές. Απέναντι φαινόταν καθαρά η Ιωνία. Όλα ένα κουβάρι. Ένας Γόρδιος δεσμός.