Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2018

Η πρώτη λάμψη

"Τι καλά που με ταΐζει!" σκέφτηκα. Το κουταλάκι του γλυκού βυθιζόταν στο μελάτο αυγό και έβγαινε γεμάτο με υποκίτρινο, τρεμουλιαστό υγρό. Δύο δάχτυλα της μάνας μου το ράντιζαν με αλάτι, πρόσθεταν ένα κομματάκι αλμυρή φέτα και λίγη ψίχα από φρέσκο ψωμί. Μισάνοιγε το στόμα της, σιγοψιθύριζε "Έλα, έλα τώρα." και με το άλλο χέρι έφερνε τη μπουκιά στο στόμα μου. Η τροφή - ζεστή, αλμυρή, τρυφερή - γλιστρούσε ερεθιστικά μέσα μου. 

Ήμουν και εγώ μέσα μου, ανακατωμένος με την τροφή. Το σώμα μου ήταν ένα σκοτεινό δωμάτιο, τα μάτια μου δύο παράθυρα και από αυτά ρεμβάζαμε εγώ και κάποιοι άλλοι, που ήταν και αυτοί εγώ. Σε αυτούς μιλούσα - με ποια γλώσσα; - όταν σκεφτόμουν. Αυτοί μου εξηγούσαν - με ποιο τρόπο; - όταν απορούσα. Και όταν αποκάναμε με τα δικά μας,  διασκεδάζαμε παρατηρώντας και σχολιάζοντας ό,τι ήταν απέξω: καρεκλάκι, μάνα, αυγό και κουταλάκι, που πήγαινε και ερχόταν.

Ένιωθα ευχάριστα ξέροντας ότι υπάρχω. Είτε ως πρόσωπο που δεν είχε προϋπάρξει είτε ως σύνθεση προσώπων που, έχοντας ολοκληρώσει τη δική τους αυτοτελή ύπαρξη, εγκαταστάθηκαν δικαιωματικά στη δική μου. Εγώ και οι πρόγονοί μου, στο σώμα ενός μωρού.

Αυτή η πρώτη-πρώτη λάμψη συνείδησης θέλησε να μείνει ζωντανή στη μνήμη μου. Ίσως για να μου δείχνει ότι βγήκα από το αυγό τρώγοντάς το.

Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2018

Το τανγκό του '60

Παράξενη κίνηση εκείνο το απόγευμα στην αυλή. Κάποια, γειτόνισσα μάλλον, σκούπιζε το χώμα με μανία και το έβρεχε με λάστιχο. Άλλος, ούτε εκείνον τον ήξερα, άπλωνε ένα πρόχειρο φράχτη από καλάμια γύρω-γύρω. Ο πατέρας μου, με τα χέρια τεντωμένα ψηλά, στήριζε πάνω από τα καλάμια μια σειρά από πολύχρωμα λαμπάκια.

Όταν ο ήλιος έγειρε, η μάνα μου βιάστηκε να μας βάλει στο κρεβάτι. Δεν απαντούσε στις ερωτήσεις μου. Έκανε πως δεν άκουγε. Η αδελφή μου, μεγαλύτερη από μένα, κάτι ήξερε αλλά σιωπούσε μουτρωμένη. Η πόρτα του δωματίου μας έκλεισε χωρίς περιθώριο για αντιρρήσεις. Αδύνατο να κλείσω μάτι. Η αυλή, αντί να ησυχάζει, έβραζε.

Το φως του ήλιου χάθηκε σιγά-σιγά, αλλά από τις γρίλιες άλλο φως, πολύχρωμο, μπήκε στο δωμάτιο και στόλισε το ταβάνι. Άκουσα γλυκιά μουσική, αργόσυρτη και ρυθμική. Βήματα συρτά και ψίθυροι ακατάληπτοι ακούγονταν από κάτω. Άφησα το κρεβάτι και πλησίασα στο παράθυρο. Καιγόμουν από περίεργεια. Ευτυχώς μερικές γρίλιες άφηναν τη ματιά μου να περάσει. 

Η αυλή ήταν αγνώριστη: μια πολύχρωμη πίστα και ολόγυρα σκοτάδι. Αρκετά ζευγάρια χόρευαν αγκαλιασμένα σφιχτά. Να ο πατέρας μου, παραπέρα και η μάνα μου, αλλά δεν χόρευαν μαζί! Ένιωσα την ανάσα της αδελφής μου. Με έσπρωξε για να δει και αυτή. Διεκδίκησα με πείσμα τη θέση που είχα. 

Ήταν όλοι καλοντυμένοι. Άνδρες με άσπρα πουκάμισα, κολλαριστά, παντελόνια με άψογη τσάκιση και βαμένα παπούτσια. Γυναίκες με σκούρα φορέματα, εφαρμοστά, γόβες καί νάυλον κάλτσες με ραφή. Πρόσωπα σοβαρά, χέρια και πόδια μπερδεμένα, σώματα συγχρονισμένα σε ένα παράξενο λίκνισμα. Φευγαλέες ματιές διάβαζαν χαμόγελα και  νεύματα. Ανδρικά χέρια ταξίδευαν δειλά σε μισόγυμνες γυναικείες πλάτες. Η αυλή μας είχε μεθύσει.  Άγνωστες σκιές στα γύρω μπαλκόνια, μερικές σημαδεμένες με κάφτρα τσιγάρου,  απολάμβαναν το θέαμα.

Το πρωί με βρήκε να κοιμάμαι στο περβάζι. Η μάνα μου με έβαλε, χωρίς να με μαλώσει, στο κρεβάτι να συνεχίσω τον ύπνο μου. Όταν σηκώθηκα, την είδα να τακτοποιεί την κουζίνα. Φορούσε τη γνωστή ρόμπα. Ο πατέρας μου έλειπε, όπως κάθε πρωί, στη δουλειά. Έριξα από το παράθυρο μια ματιά κάτω. Η αυλή, χωρίς στολίδια, δική μου ξανά, με περίμενε για παιχνίδια. 

"Τι ήταν όλα αυτά χθες;"  ρώτησα την αδελφή μου. "Μα είσαι τόσο βλάκας!"  μου είπε. Την μισούσα όταν έκανε την πολύξερη. Όμως, πράγματι απορούσα και σκεφτόμουν πως είχε κάποιο δίκαιο.